φιλοσοφοῦμεν γνησίως τε καὶ ἱκανῶς

Ελλήνων θρησκεία : Ορφική θεολογία και Πυθαγόρια-Πλατωνική-νεοπλατωνική Φιλοσοφία

Ο Ηνίοχος και οι δύο ίπποι της ψυχής


Το συγκεκριμένο κείμενο έχει ως σκοπό του να ξεκαθαρίσει τί ακριβώς συμβολίζει ο Πλάτων, όταν παρομοιάζει τη ψυχή με έναν Ηνίοχο και τους δύο ίππους. Αρχικά θα δούμε το Πλατωνικό απόσπασμα που παρομοιάζει τη ψυχή ως ένα Ηνίοχο και με δύο ίππους.

«(Η ψυχή), θα πούμε, ότι μοιάζει με την σύμφυτη δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών ίππων και του ηνιόχου τους. Όμως, ενώ, όλοι οι ίπποι και οι ηνίοχοι των Θεών είναι αγαθοί και προέρχονται από αγαθά, των άλλων όμως, είναι μικτής· καταρχήν, ο άρχων ο δικός, ηνιοχεί άρμα ζεύγους ίππων, εκ των οποίων ο ένας είναι καλός και αγαθός και τέτοιας ράτσας, ενώ ο άλλος έχει αντίθετα χαρακτηριστικά και αντίθετη ράτσα, από τον καλό· έτσι, εξ’ ανάγκης είναι δύσκολη και κουραστική η ηνιόχηση σε εμάς.» — (Βλ., Πλάτων «Φαίδρος» 246.a.6 – 246.b.4) —-

Για κάποιο λόγο έχει επικρατήσει η άποψη ότι με αυτή την παρομοίωση ο Πλάτων θέλει να δηλώσει τα δύο είδη ψυχής, την λογική και την άλογη. Ως Ηνίοχο, δηλαδή, τη λογική, και ως ίππους την άλογη, εκ των οποίων ο καλός ίππος αντιστοιχεί στο θυμοειδές μέρος της άλογης ψυχής και ο κακός στο επιθυμητικό μέρος. Επί παραδείγματι, στην εισαγωγή του Πλατωνικού «Φαίδρου» από τις εκδόσεις Ζήτρος, σελίδες 26-27, διαβάζουμε:

«Ο κρίσιμος παράγοντας ως προς την κα­τεύθυνση της ψυχικής συμπεριφοράς είναι, στην προκειμέ­νη περίπτωση, η τροπή της σχέσης μεταξύ των τριών τμημάτων της ψυχής, δηλαδή του λογικού, του θυμικού και του επιθυμητικού. Στο Φαίδρο, ενώ θεωρείται ότι η διερεύνηση της υφής της ψυχής μάς υπερβαίνει, προτείνε­ται πως η τελευταία, ως τριμερής, μπορεί να συμβολοποιηθεί, στο βαθμό που μοιάζει με τη σύνθετη δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών αλόγων (ο αγαθός και ωραίος ίππος είναι ο θυμός, ο κακός και δύσμορφος ίππος είναι η επιθυ­μία) και του ηνιόχου τους (του νού) . Στο επίπεδο της μη υλικής ζωής της, η ψυχή, ζώντας υπό μια συνθήκη θεϊκότητας, διέπεται από την αντίθεση δύο τάσεων του εκτρέ­φει, της ανοδικής (το ελαφρύ -οντολογικά- στοιχείο) και της καθοδικής (το βαρύ στοιχείο). Η πρώτη δύναμη, πα­ραγόμενη από μια σύμπνοια μεταξύ του λόγου-νου (του ηνιόχου) και του θυμικού-βουλητικού (του αγαθού αλό­γου), δημιουργεί και ενισχύει την επιθυμία της ψυχής να επικοινωνήσει με αυτό καθεαυτό το θεϊκό, να εγερθεί στην υπερουράνια περιοχή, να θεαθεί εκεί την ιδεατή πραγμα­τικότητα και, έτσι, κινούμενη στο οντολογικά υψηλό πε­ριβάλλον και αναπτύσσοντας διαρκώς την ικανότητα της να ανέρχεται (την πτερωτή της φύση), να ασκεί το διευθυντικό ρόλο που αναλογεί στην αθάνατη διάσταση της ατομικότητας της.»

Επίσης, στο σχόλιο Νο 104, από το έργο του Ιεροκλή, «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη», των εκδόσεων Κάκτος, στη σελίδα 419, διαβάζουμε:

«Πρόκειται για τη γνωστή παρομοίωση από τον Φαίδρο του Πλάτωνα (264a). Ωστόσο, φαίνεται ότι ο Πλάτωνας με την παρομοίωση ήθελε να δηλώσει τα δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και άλογο μέρος, ενώ ο Ιεροκλής θεωρεί ότι η παρομοίωση αναφέρεται στην ψυχή και στο πνευματικό όχημα-σώμα της.»

Αλλά για να δούμε, είναι όντως έτσι ή μήπως ο Πλάτων εννοούσε κάτι άλλο; Αρχικά θα δείξουμε κάποιες φαινομενικές αντιθέσεις στο Πλατωνικό έργο, και αναφέρω τη λέξη φαινομενικές, διότι, αν δεχτούμε ότι οι ίπποι είναι η άλογη ψυχή, τότε πράγματι θα υπάρχουν αντιφάσεις, αλλά όπως θα δείξουμε πάντα μέσα από τα αρχαία κείμενα, όχι μόνο δεν υπάρχουν αντιφάσεις, αλλά η άποψη πως οι δύο ίπποι είναι η άλογη ψυχή, είναι πέρα για πέρα λάθος. Αν, λοιπόν, στο «Φαίδρο» η άλογη ψυχή είναι δύο ίπποι, πώς στην «Πολιτεία (588.b – 592.d)» η άλογη ψυχή παρομοιάζεται με λιοντάρι και με πολυκέφαλο θηρίο; Και για την ακρίβεια, το λιοντάρι είναι το θυμοειδές και το πολυκέφαλο θηρίο είναι το επιθυμητικό. Επίσης, αν στο «Φαίδρο» ομιλεί και για τα 2 είδη της ψυχής, την λογική και την άλογη, πως γίνεται να λέει στο «Φαίδρο (245.c.5)» ότι ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος και στον «Τίμαιο (69.c5 – 71.a)» να αναφέρει ότι η άλογη ψυχή είναι θνητή «ἄλλο τε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν»; Και ειδικά όταν υπάρχει η αναφορά «Φαίδρος, 247.e.4» πως ο Ηνίοχος ταΐζει και ποτίζει τους δύο ίππους με αμβροσία και νέκταρ, τα οποία θα τα καθιστούσε αθάνατα. «λθούσης δὲ αὐτῆς ὁ ἡνίοχος πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας παρέβαλεν ἀμβροσίαν τε καὶ ἐπ᾽ αὐτῇ νέκταρ ἐπότισεν

Παρατηρούμε, λοιπόν, κάποιες, ως αναφέραμε, φαινομενικές αντιφάσεις, που την άποψη περί των  δύο ίππων να συμβολίζουν τα δύο μέρη της άλογης ψυχής, την καθιστούν πέρα για πέρα λανθασμένη. Αλλά, τί είναι εν τέλει οι δύο ίπποι και ο Ηνίοχος; Προς απάντηση στην ερώτηση αυτή, θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα, από τους Πρόκλο, Ερμεία και Ιεροκλή, που καθιστούν σαφέστατα το τί ακριβώς είναι ο συμβολισμός αυτός. Πριν προβούμε, όμως, στην παράθεση των αποσπασμάτων, θα πρέπει να έχουμε κατά νου τα εξής:

«Την ψυχή δεν την κατασκεύασε ο Θεός μετά από το σώμα ώστε να είναι νεότερη, όπως εμείς τώρα αναφέρουμε. Όταν ο Θεός τα συνέδεσε μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσει το αρχαιότερο να κυβερνιέται από το νεότερο. Εμείς που μετέχουμε στο τυχαίο και το άτακτο, μιλάμε με τον ίδιο τρόπο. Ο Θεός όμως δημιούργησε την ψυχή πριν από το σώμα κι έτσι είναι ανώτερη του τόσο στην ηλικία όσο και στην αρετή, για να το εξουσιάζει και όχι να εξουσιάζεται απ’ αυτό. Την έφτιαξε μάλιστα από την ύλη και με τον τρόπο που θα σας περιγράψω. Ανάμεσα στην ουσία που είναι αμέριστη(=αδιαίρετη) και  αμετάβλητη, και στην ουσία που γίνεται μεριστή(=διαιρετή) και μεταβλητή στα σώματα ανακάτεψε ένα τρίτο είδος ουσίας, ενδιάμεσο, αποτελούμενο και από τις δύο.  Σε σχέση, πάλι, με τη φύση του ταυτού(=ταυτότητα) και του θατέρου(=ετερότητα, διαφορετικότητα), με παρόμοιο τρόπο τη συνέστησε στη μέση του αμερίστου και του μεριστού στα σώματα. Και αφού πήρε αυτά τα τρία όντα, τα ανέμειξε όλα μαζί σε μία ιδέα, προσαρμόζοντας τη φύση του θατέρου, που είναι δύσμικτη, στο ταυτό με τη βία. Και αφού τις ανέμειξε με την ουσία και δημιούργησε ένα μείγμα από αυτά τα τρία, πάλι όλο αυτό το διαίρεσε σε όσα μέρη ταίριαζε. Καθένα από αυτά τα μέρη είχε συσταθεί από την ανάμειξη του ταυτού, του θατέρου και της ουσίας.» […] «Έσχισε, λοιπόν, κατά μήκος ολόκληρη αυτή τη διπλή σύσταση, προσαρμόζοντας τη μέση της μίας στη μέση της άλλης, όπως το σχήμα του Χ, τις λύγισε σε έναν κύκλο, αφού σύνδεσε τις ίδιες και τη μία με την άλλη απέναντί από τη σύναψη, και τις περιέβαλε γύρω-γύρω με την κίνηση που περιφέρεται με τον ίδιο τρόπο στον ίδιο τόπο. Σ’ αυτούς τους δυο κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλο, έδωσε κίνηση που γίνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο τόπο. Και κατονόμασε ότι η εξωτερική φορά ανήκει στη φύση του ταυτού, ενώ η εσωτερική στη φύση του θατέρου. Τη φορά του ταυτού την περιέστρεψε κατά την πλευρά και προς τα δεξιά, ενώ τη φορά του θατέρου κατά τη διαγώνιο και προς αριστερά. Την υπεροχή την έδωσε στην περιφορά του ταυτού, διότι την άφησε μία άσχιστη. Αντίθετα, έσχισε έξι φορές την εσωτερική περιφορά δημιουργώντας εφτά άνισους κύκλους με τα δίπλα και τριπλά διαστήματα, τρία από κάθε είδος. Ύστερα όρισε ότι αυτοί οι δυο κύκλοι θα κινούνται σε αντίθεση κατεύθυνση. Από τους εφτά εσωτερικούς κύκλους κανόνισε ώστε οι τρεις να περιστρέφονται με την ίδια ταχύτητα, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις με ταχύτητες διαφορετικές τόσο μεταξύ τους όσο και σχετικά με τους πρώτους τρεις, αλλά με κάποιον λόγο. Και αφού είχε γεννηθεί ολόκληρη η σύσταση της ψυχής σύμφωνα με το νου που τη συνέστησε, μετά από αυτό κατασκευαζόταν μέσα της όλο τούτο το σώμα. Έπειτα τα σύνδεσε και τα εναρμόνισε κέντρο με κέντρο. Και η ψυχή, η οποία διαπλέχθηκε παντού με τον ουρανό από το κέντρο μέχρι τα άκρα και τον κάλυψε απ’ έξω κυκλικά, στρεφόμενη η ίδια στον εαυτό της έκανε θεία αρχή ενός ακατάπαυστου και έμφρονου βίου προς τον σύμπαντα χρόνο. Και το σώμα, λοιπόν, του ουρανού έχει γίνει ορατό ενώ η ψυχή είναι αόρατη και μετέχει στο λογισμό και στην αρμονία, σε αυτά που είναι νοητά και αεί όντα, η άριστη ανάμεσα στα γεννημένα αφού έχει γεννηθεί από το άριστο. Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε απ’ το ανακάτεμα των τριών αυτών μερών, της φύσεως του ταυτού, της φύσεως του θατέρου και της ουσίας, και επειδή διαιρέθηκε και συνδέθηκε αναλογικά, και επειδή ανακυκλώνεται στον εαυτό της, για αυτό, κάθε φορά που εφάπτεται με κάτι που έχει ουσία σκεδαστή(=μεριστή, διαιρεμένη) ή αμέριστο, λέγει κινούμενη με ολόκληρο τον εαυτό της, με ποιο τρόπο είναι κάτι ταυτό(=ίδιο, όμοιο) και με ποιο τυχόν είναι κάτι έτερο(=διαφορετικό), σε σχέση με ποιο ως επί το πλείστον και από ποια άποψη και πώς και πότε συμβαίνει κάθε πράγμα να υπάρχει και να πάσχει σε σχέση με κάθε άλλο είτε μέσα σε όσα γίνονται(=γεννιούνται) είτε σε σχέση με όσα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Αλλά, ο λόγος, οποίος γίνεται την ίδια(=ταυτό στο αρχαίο) στιγμή αληθινός όσο αφορά το ταυτό και το θατέρο, και ο οποίος μεταφέρεται χωρίς φθόγγο και ήχο μέσα σε αυτό που κινείται από τον εαυτό του όταν γίνεται γύρω από το αισθητό, τότε ο κύκλος του θατέρου που κινείται ορθά(=σε ευθεία γραμμή) το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την ψυχή, κι έτσι δημιουργούνται δόξες(=γνώμες) και πίστεις βέβαιες και αληθινές. Όταν, πάλι, υπάρχει γύρω από το λογιστικό και όταν ο κύκλος του ταυτού, που είναι ευκίνητος, τα δηλώσει, αναγκαστικά δημιουργείται νους και επιστήμη(=αληθής γνώση). Και το ον μέσα στο οποίο αυτά τα δύο γεννιούνται, αν ποτέ το αποκαλέσει κάποιος κάτι άλλο εκτός από ψυχή, τότε ασφαλώς οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια λέει.» […] «Όταν γεννήθηκαν λοιπόν όλοι οι Θεοί, κι εκείνοι που περιφέρονται φανερά κι εκείνοι που εμφανίζονται όποτε θέλουν, λέγει προς αυτούς εκείνος που γέννησε τούτο εδώ το (συμ)παν: “Θεοί Θεών, έργων των οποίων είμαι δημιουργός και πατέρας, όσα έγιναν από μένα είναι αδιάλυτα, όσο τουλάχιστον εγώ θέλω. Ότι δέθηκε είναι διαλυτό, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι συναρμόστηκε όμορφα και έχει καλώς ασφαλώς είναι έργο κακού. Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς έχετε γεννηθεί, δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε αδιάλυτοι, δεν θα διαλυθείτε όμως ποτέ ούτε θα υποστείτε τη μοίρα του θανάτου, γιατί με τη θέληση μου διαθέτετε δεσμό μεγαλύτερο και ισχυρότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεόσασταν όταν γεννιόσασταν. Τώρα, λοιπόν μάθετε αυτό που ενδεικνύω και λέω προς εσάς. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο ουρανός θα είναι ατελής, διότι δεν θα έχει μέσα του όλα τα γένη των ζωντανών όντων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, στραφείτε εσείς σύμφωνα με τη φύση στη δημιουργία των ζωντανών όντων, μιμούμενοι τη δύναμή μου γύρω από τη δική σας γέννηση. Θα σπείρω όμως, θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που ταιριάζει να είναι ομώνυμο με τα  αθάνατα, να λέγεται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους. Όσο για το υπόλοιπο εσείς συνυφαίνοντας το θνητό με το αθάνατο, επεξεργαστείτε και γεννήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν φθαρθούν, υποδεχτείτε τα πάλι”. Αυτά είπε, και πάλι στον προηγούμενο κρατήρα, μέσα στον οποίο έσμιγε και ανακάτευε την ψυχή του (σύμ)παντος, ανακάτευε και έχυνε τα υπόλοιπα των προηγουμένων με κάποιον ίδιο τρόπο, όχι όμως πλέον άφθαρτα και στον ίδιο βαθμό και παρομοίως, αλλά δεύτερης και τρίτης ποιότητας. Αφού συνέστησε το σύνολο, διαίρεσε ψυχές ισάριθμές με τα άστρα και διένειμε καθεμιά σε καθένα. Ύστερα έβαλε τις ψυχές σαν μέσα σε όχημα, τους έδειξε τη φύση του σύμπαντος και τους είπε τους νόμους της ειμαρμένης, ότι δηλαδή η πρώτη γέννηση θα είναι μία και η αυτή για όλες, ώστε καμιά να μην αδικηθεί απ’ αυτόν, και έπρεπε αυτές, αφού καθεμιά τους σπάρθηκε στο όργανο του χρόνου που της ταιριάζει, να φυτρώσουν(= γεννήσουν, στο αρχαίο έχει το ρήμα φύναι, που σημαίνει, βλασταίνω, φυτρώνω, γεννώ, φέρνω στο φως) το πιο θεοσεβούμενο απ’ όλα τα ζωντανά και ότι, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι διπλή, ανώτερο γένος θα είναι εκείνο που θα ονομαστεί στη συνέχεια άντρας. Όποτε, λοιπόν, οι ψυχές εμφυτευτούν αναγκαστικά σε σώματα, και ένα μέρος του σώματός τους προσέρχεται και ένα άλλο μέρος απέρχεται, θα είναι αναγκαίο να γεννηθεί σε όλα κατά πρώτον μία έμφυτη αίσθηση από βίαια παθήματα, κατά δεύτερον ένας έρωτας αναμεμειγμένος με ηδονή λύπη, και εκτός τούτων, θα προκαλείται φόβος, θυμός και όσα ακολουθούν αυτά και όσα είναι εκ φύσεως αντίθετά τους. Αν κυριαρχήσουν σε αυτά θα ζήσουν με δικαιοσύνη, αν κυριαρχηθούν θα ζήσουν με αδικία.  Και όποιος ζήσει σωστά κατά τη διάρκεια του κατάλληλου χρόνου, θα πορευτεί πάλι στη κατοικία του συγγενούς άστρου και θα έχει βίο ευδαίμονα. Όποιος, όμως, αποτύχει σε αυτά, κατά τη δεύτερη γέννηση θα μεταβληθεί στη φύση της γυναίκας. Αν ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες δεν σταματά την κακία, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο διακατέχεται από την κακία θα μεταβάλλεται διαρκώς σε μία παρόμοια φύση θηρίου σύμφωνα με την ομοιότητα του τρόπου γέννησης. Και δεν θα σταματήσει τους πόνους των αλλαγών προτού, ακολουθώντας την περιφορά του ταυτού και του ομοίου που έχει μέσα του και αφού κυριαρχήσει με το Λόγο στο πολύ όχλο που του προσκολλήθηκε αργότερα και που αποτελείται από πυρ, ύδωρ, αήρ και γη, που είναι θορυβώδης και άλογος, φτάσει στο είδος της πρώτης και άριστης έξης.» […] «Και αφού έλαβαν την αθάνατη αρχή του θνητού ζωντανού όντως, μιμήθηκαν τον Δημιουργό τους, δανείστηκαν μέρη πυρός, και γης και ύδατος και αέρος από τον Κόσμο, υπό τον όρο ότι θα δοθούν πίσω πάλι, και συγκόλλησαν μαζί όσα πήραν, όχι όμως με τους αδιάλυτους δεσμούς με τους οποίους οι ίδιοι συνέχονταν, αλλά συντήκοντάς τα με πυκνά καρφιά, αόρατα  λόγω του μικρού μεγέθους τους, και κατασκευάζοντας από όλα τα στοιχεία ένα ατομικό σώμα, δέσμευσαν τις περιφορές της αθάνατης ψυχής μέσα σε ένα σώμα που εισρέει και εκρέει. Και εκείνες, αφού δεσμεύτηκαν μέσα σε έναν πολλαπλό ποταμό, ούτε κυριαρχούσαν ούτε κυριαρχούνταν. Και οδηγούνταν και οδηγούσαν βίαια, ώστε ολόκληρο το ζωντανό ον να κινείται, αλλά να προχωρά άτακτα και αλόγιστα όπου τύχει, έχοντας όλες τις έξι κινήσεις ∙ γιατί περιπλανιόντουσαν πλήρως και προς τους έξι τόπους και προχωρούσαν προς τα εμπρός και προς τα πίσω και επίσης προς τα δεξιά και τα αριστερά, προς τα επάνω και προς τα κάτω. Διότι ενώ το κύμα ήταν πολύ που κατέκλυζε το ζωντανό ον και διέρρεε και που παρείχε την τροφή, μεγαλύτερο θόρυβο(= ταραχή) προκαλούσαν τα παθήματα από όσα έπλητταν εξωτερικά καθέναν, όταν το σώμα κάποιου συναντούσε και έπεφτε πάνω σε μία ξένη εξωτερική φωτιά ή σε κάποιο στερεό πύκνωμα της γης ή σε υγρά ολισθήματα των υδάτων ή όταν πιανόταν σε μία θύελλα ανέμων κινούμενων από τον αέρα, και οι κινήσεις σε όλα αυτά περνούσαν μέσα από το σώμα και έπλητταν την ψυχή. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, όλες αυτές κλήθηκαν κατόπιν και ακόμη και τώρα καλούνται αισθήσεις. Τότε, λοιπόν, υφίσταντο προς το παρόν την περισσότερη και μεγαλύτερη κίνηση και, κινώντας και σείοντας σφοδρά τις περιφορές της ψυχής σε συνεργασία με το ρεύμα που έρρεε συνεχώς, εμπόδισαν εντελώς την περιφορά του ταυτού, ρέοντας αντίθετα με αυτήν, και τη σταμάτησαν να κυβερνά και να προχωρά, και από την άλλη κλόνισαν την περιφορά του θατέρου.» […] «Και τότε ανάμεσά τους καμία περιφορά δεν άρχει ούτε κυβερνά∙ αν πάλι, κάποιες αισθήσεις, που έρχονται απ’ έξω και πέφτουν πάνω μας, συμπαρασύρουν ολόκληρο το περίβλημα της ψυχής, τότε οι περιφορές πιστεύουν ότι κυριαρχούν, μολονότι κυριαρχούνται. Λόγω, λοιπόν, όλων αυτών των παθών η ψυχή και τώρα και στην αρχή γίνεται άνους(= χωρίς νου, ανόητη) κατά πρώτον, όταν δεθεί σε σώμα θνητό. Όταν, όμως, το ρεύμα της ανάπτυξης και της τροφής κυλά λιγότερο και οι περιφορές, αφού λάβουν την γαλήνη και πάλι, ακολουθούν την οδό που έχει οριστεί και ηρεμούν όσο περνάει ο χρόνος, τότε οι περιφορές κατευθύνονται στο κατά φύση σχήμα του εκάστοτε κύκλου, και προσαγορεύουν ορθά το θάτερο και το ταυτό, και κάνουν εκείνον που τις έχει να γίνεται έμφρονας. Αν, λοιπόν, προσληφθεί κάποια ορθή ανατροφή μαζί με την εκπαίδευση[1] , γίνεται ολοκληρωμένος και παντελώς υγιής, αφού αποφύγει τη μέγιστη νόσο[2]∙ αν, όμως, αμελήσει, αφού ζήσει μία κουτσή ζωή, έρχεται και πάλι στον Άιδη, ατελής και ανόητος.» […] «Αφού μιμήθηκαν τη σφαιρική μορφή του σύμπαντος, έκλεισαν τις δύο θεϊκές περιφορές σ’ ένα σφαιρικό σχήμα που ονομάζουμε κεφάλι, το πιο θεϊκό τμήμα του σώματος μας, το οποίο εξουσιάζει όλα τ’ άλλα μέρη που υπάρχουν μέσα μας.» ——(Βλ., Πλάτων «Τίμαιος» 34.c – 44.d)

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω θα αναφέρουμε ότι:

«Και ποιος είναι ο Ηνίοχος της ψυχής; Άραγε δεν είναι το πιο χαρισματικό και το πιο κεφαλαιώδες, θα λέγαμε, μέρος μας; Και πώς δεν πρέπει να πούμε αυτό, εφόσον ο Ηνίοχος είναι αυτός που κυβερνά ολόκληρη την ουσία μας και βλέπει με το κεφάλι του τον υπερουράνιο τόπο και εξομοιώνεται με το μέγα ηγεμόνα των Θεών[3], ο οποίος οδηγεί ιπτάμενο άρμα και πορεύεται στον ουρανό ως πρώτος Ηνίοχος; Αν, όμως, το κορυφαίο μέρος μέσα μας είναι ο Ηνίοχος, και αν εκείνος, όπως λέγεται στο “Φαίδρο, 248.a”, άλλοτε σηκώνεται ψηλά και υψώνει το κεφάλι του προς τον έξω τόπο και άλλοτε βυθίζεται και γεμίζει το άρμα του με χωλότητα και με πτώση των φτερών, είναι ανάγκη το κορυφαίο μέρος μέσα μας να βρίσκεται κάθε φορά σε διαφορετική κατάσταση». —-(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος» 3. 334.15 – 3.334.27)

«Αυτή η μία σωτηρία της ψυχής προβάλλεται από τον Δημιουργό, σωτηρία η οποία απαλλάσσει από τον κύκλο της γένεσης, από τη μεγάλη (περι)πλάνη(ση) και από την άσκοπο ζωή∙ η αναδρομή προς το νοερό είδος της ψυχής και η φυγή από όλα όσα έχουν προσκολληθεί σε εμάς από τη γένεση∙ διότι πρέπει η ψυχή, η οποία ρίχτηκε σαν σπόρος μέσα στη γενεσιουργό σπορά, να αποβάλλει την καλάμη(=στάχυ)[1] και το φλούδι, θα λέγαμε, το οποίο απέκτησε από τη γένεση και, αφού καθαρίσει τον εαυτό της από όσα την έχουν περιβάλλει, να γίνει άνθος και καρπός νοερός, αγαπώντας τη νοερή ζωή αντί για την τροφή της δοξασίας και επιδιώκοντας την μονοειδή και απλή ενέργεια της περιφοράς της ταυτότητας(=κύκλος του ταυτού) αντί για την πολύπλανη κίνηση της περιφοράς της διαφορετικότητας(=κύκλος θατέρου)∙ διότι υπάρχει και μέσα της καθένας από τους δύο κύκλους και οι δύο δυνάμεις και οι δύο ίπποι, ο αγαθός και ο αντίθετος, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί την ψυχή στον κόσμο της γένεσης, ενώ ο άλλος από τον κόσμο της γένεσης προς το Ον, και ο ένας την περιστρέφει στον γενεσιουργό κύκλο, ενώ ο άλλος στο νοερό∙ διότι η περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας ανεβάζει την ψυχή προς το νου, προς τη νοητή φύση και προς την πρώτη και άριστη έξη – και αυτή είναι η έξη κατά την οποία η ψυχή έχει αναπτερωθεί και διοικεί ολόκληρο τον κόσμο μαζί με τους Θεούς, αφού εξομοιώθηκε με τους ίδιους τους Θεούς, και αυτό είναι το καθολικό είδος της ζωής μέσα στην ψυχή» —–(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος» 3.296.7-3.297.10)

(αναφέροντας για την ψυχή) «γιατί η τριαδική φύση της έχει προκύψει από την ουσία, το ταυτό και το θάτερο· και η τριπλή δύναμη, η οποία έχει συγκροτηθεί από τον Ηνίοχο και τους ίππους, δηλώνει τη συγγένειά της προς την τριάδα»—-(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην» 1215.9 – 1215.13)

«Αὐτὸς τοίνυν ὁ Πλάτων ἐν Τιμαίῳ φησὶν ὅτι ὁ δημιουργὸς συνιστὰς τὴν ψυχὴν ἁπλῶς, τουτέστι τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς, ἔλαβεν ἐκ τῶν γενῶν τοῦ ὄντος οὐσίαν, ταυτὸν θάτερον δηλονότι ὡς αὐτός φησιν, οὐσίαν μέσην, ἥτις μέση ἐστὶ τῆς τε ἀμερίστου οὐσίας καὶ τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆς οὐσίας· μεριστὴ δὲ περὶ τὰ σώματά ἐστιν οὐσία ἡ ἄλογος ζωὴ καὶ ἡ φύσις καὶ αἱ ἐμψυχίαι· καὶ πάλιν ταυτὸν μέσον ὃ μέσον ἐστὶ τοῦ τε ἀμερίστου ταυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τὰ σώματα μεριστοῦ ταυτοῦ· ὁμοίως δὴ καὶ θάτερον μέσον. Καὶ ταῦτα, φησὶ, τὰ τρία συγκερασάμενος τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς συνεστήσατο. Ἀλλὰ τὰς μὲν τῶν θείων ἐξ ἀκηράτων γενῶν, τὰς δὲ ἡμετέρας οὐκέτι· ἀκήρατα δέ φησιν οὐκέτι πάμπαν ἀλλὰ δεύτερα καὶ τρίτα κατεχεῖτο μίσγων. Αἱ δυνάμεις οὖν τῶν τριῶν τούτων οἱ ἵπποι εἰσὶ καὶ ὁ ἡνίοχος· καὶ ἡ μία δύναμις τῆς ψυχῆς ἡ οἰστικὴ τῶν τριῶν τούτων δυνάμεων ἡ ἰδέα ἐστὶν αὐτῆς. Ἡ μὲν οὖν τοῦ ὄντος, τουτέστι τῆς οὐσίας τοῦ ἑνὸς τῶν γενῶν, δύναμις ὁ ἡνίοχός ἐστιν, ἡ δὲ τοῦ ταυτοῦ δύναμις ὁ κρείττων τῶν ἵππων, ἡ δὲ τοῦ θατέρου δύναμις ὁ καταδεέστερος ἵππος.».—-(Βλ., Ερμείας «Εις το Φαίδρο Πλάτωνος» 123.4 – 123.19)

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Ερμείας μας λέγει ότι η ουσία της ψυχής είναι συγκερασμός της μείξης του αμερίστου-μεριστού, του ταυτού και του θατέρου, πράγμα που το είδαμε μέσα από το χωρίο του Πλατωνικού Τιμαίου:

«Ανάμεσα στην ουσία που είναι αμέριστη(=αδιαίρετη) και  αμετάβλητη, και στην ουσία που γίνεται μεριστή(=διαιρετή) και μεταβλητή στα σώματα ανακάτεψε ένα τρίτο είδος ουσίας, ενδιάμεσο, αποτελούμενο και από τις δύο.  Σε σχέση, πάλι, με τη φύση του ταυτού(=ταυτότητα) και του θατέρου(=ετερότητα, διαφορετικότητα), με παρόμοιο τρόπο τη συνέστησε στη μέση του αμερίστου και του μεριστού στα σώματα. Και αφού πήρε αυτά τα τρία όντα, τα ανέμειξε όλα μαζί σε μία ιδέα, προσαρμόζοντας τη φύση του θατέρου, που είναι δύσμικτη, στο ταυτό με τη βία. Και αφού τις ανέμειξε με την ουσία και δημιούργησε ένα μείγμα από αυτά τα τρία, πάλι όλο αυτό το διαίρεσε σε όσα μέρη ταίριαζε. Καθένα από αυτά τα μέρη είχε συσταθεί από την ανάμειξη του ταυτού, του θατέρου και της ουσίας

και ο ηνίοχος είναι δύναμη της μικτής ουσίας, ο καλός ίππος είναι δύναμη του ταυτού και ο αντίθετος είναι δύναμη του θατέρου.

«Ο δικός μας λόγος εξηγεί εδώ τις δύο νοερές και επιστρεπτικές ζωές της ψυχής και τις δύο της δυνάμεις, τη διανοητική και την δοξαστική. Διότι η ψυχή του (σύμ)παντος περιέχει και τις δύο. Διότι και ο ίδιος ο Πλάτων στο “Φαίδρο” έλεγε τον ένα ίππο του ταυτού και τον άλλο του θατέρου, παρόλο που αποδίδει ίππους και στους Θεούς, αλλά ίππους αγαθούς και προερχόμενους από αγαθούς. Και εδώ λοιπόν ο εξωτερικός κύκλος είναι ο διανοητικός, ενώ ο εσωτερικός ο δοξαστικός».—-(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος» 2.252.29 – 2.253.5)

Δηλαδή, ο Ηνίοχος που αποτελεί τη δύναμη της ουσίας της ψυχής, είναι ο επιμέρους νους της ψυχής, και ο οποίος την ανεβάζει στους πατρικούς κόλπους, καθώς τρέφεται από τα νοητά και μετέχει κατά ενιαίο τρόπο στη φωτεινή εκ των Θεών τελειότητα[4] και ο δυνατός-καλός ίππος που αποτελεί τη δύναμη του ταυτού, είναι η μία θεία περιφορά που έχει η ψυχή, η περιφορά του ταυτού, και ο άλλος ο αντίθετος που αποτελεί τη δύναμη του θατέρου, είναι η έτερη θεία περιφορά που έχει η ψυχή, η περιφορά του θατέρου.

Επιπλέον, ο Ιεροκλής στο «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη 26.1 – 26.3» σχολιάζοντας τους στίχους 67-69 των επών:

«Ἀλλ᾽ εἴργου βρωτῶν, ὧν εἴπομεν, ἔν τε καθαρμοῖς ἔν τε λύσει ψυχῆς κρίνων, καὶ φράζευ ἕκαστα   ἡνίοχον γνώμην στήσας καθύπερθεν ἀρίστην.» Δηλαδή: «Όμως να αποφεύγεις τις τροφές που είπαμε στους καθαρμούς και στη λύσει της ψυχής, με κρίση, και να σκέφτεσαι καθετί, βάζοντας την άριστη γνώμη ηνίοχο από πάνω»

Αναφέρει:

«Ἡ λογικὴ οὐσία συμφυὲς ἔχουσα σῶμα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ εἰς τὸ εἶναι παρῆλθεν, ὡς μήτε τὸ σῶμα εἶναι αὐτὴν μήτε ἄνευ σώματος, ἀλλ᾽ αὐτὴν μὲν ἀσώματον, ἀποπερα τοῦσθαι δὲ εἰς σῶμα τὸ ὅλον αὐτῆς εἶδος. οἷον γὰρ ἐπὶ τῶν ἄστρων τὸ μὲν ἄνω αὐτῶν ἀσώματος οὐσία, τὸ δὲ κάτω σωματική, καὶ ἔστιν ἥλιος τὸ ὅλον τὸ ἐξ ἀσωμάτου καὶ σώματος οὐ ποτὲ διεστώτων, εἶτα συνελθόντων, —οὕτω γὰρ ἂν καὶ διέστη πάλιν, —ἀλλ᾽ ἅμα συνδημιουργουμένων καὶ ἐν τάξει συμπεφυκότων, ὡς τὸ μὲν ἡγούμενον εἶναι, τὸ δὲ ἑπόμενον. οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν ἐφεξῆς λογικῶν γενῶν, τοῦ τε ἡρωϊκοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου, καὶ ἔστιν ἕκαστος ἥρως ψυχὴ λογικὴ μετὰ φωτεινοῦ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁμοίως ψυχὴ λογικὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου σώματος. καὶ τοῦτο τῶν Πυθαγορείων ἦν δόγμα, ὃ δὴ Πλάτων ὕστερον ἐξέφηνεν, ἀπεικάσας ξυμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου πᾶσαν θείαν τε καὶ ἀνθρωπίνην ψυχήν. δεῖ οὖν πρὸς μὲν τελείωσιν τῆς ψυχῆς ἀληθείας ἡμῖν καὶ ἀρετῆς, πρὸς δὲ κάθαρσιν τοῦ αὐγοειδοῦς ἡμῶν σώματος τῆς τῶν ὑλικῶν μολυσμῶν ἀποθέσεως καὶ τῶν ἱερῶν καθαρμῶν παραλήψεως καὶ τῆς ἐπεγειρούσης ἡμᾶς πρὸς τὴν ἐντεῦθεν ἀνάπτησιν θεοσυνδέτου ἀλκῆς,»

Δηλαδή:

«Η λογική ουσία οδηγήθηκε στο Είναι(= Ύπαρξη) από τον Δημιουργό έχοντας μαζί της ένα σύμφυτο σώμα, ώστε αυτή να μην είναι το σώμα ούτε να υπάρχει χωρίς σώμα, αλλά η ίδια να είναι ασώματη και ολόκληρο το είδος(= μορφή) της να περατώνεται σε ένα σώμα. Διότι, για παράδειγμα, στην περίπτωση των άστρων το πάνω μέρος τους είναι ασώματη ουσία και το κάτω μέρος τους σωματική, και ο ήλιος στο σύνολό του αποτελείται από ασώματο και σώμα, τα οποία δεν ήταν κάποτε διαχωρισμένα και κατόπιν ενώθηκαν (διότι έτσι θα διαχωρίζονταν και πάλι), αλλά έχουν δημιουργηθεί μαζί και έχουν ενωθεί με τάξη, ώστε το ένα να ηγείται και το άλλο να έπεται. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των επομένων λογικών γενών, του ηρωικού[5] και του ανθρώπινου: κάθε ήρωας είναι λογική ψυχή με φωτεινό σώμα και ο άνθρωπος παρομοίως είναι λογική ψυχή με σύμφυτο αθάνατο σώμα. Και αυτό ήταν των Πυθαγορείων δόγμα, το οποίο αργότερα ο Πλάτων αποκάλυψε, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή, θεία και ανθρώπινη με την σύμφυτη δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών ίππων και του ηνιόχου τους. Για την τελειοποίηση, λοιπόν, της ψυχής μας χρειάζεται η αλήθεια και η αρετή, ενώ για την κάθαρση του αυγοειδούς  μας σώματος, μας χρειάζεται η απαλλαγή από τις υλικές μολύνσεις, η εφαρμογή των ιερών καθαρμών και η δύναμη που μας συνδέει με το Θεό και μας διεγείρει στην ανύψωση από εδώ»

Πριν προβούμε στην επεξήγηση του συγκεκριμένου χωρίου θα πρέπει να έχουμε κατά νου τα εξής. Στο φυσικό επίπεδο, οι δύο αυτές περιφορές προβάλλονται στη σφαίρα των απλανών και στην εκλειπτική, πάνω δηλαδή στη σφαίρα που κινούνται οι σφαίρες των πλανητών αντιστοίχως, όπως το αναλύει ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, 2.238.1 – 2.263.20». Η σφαίρα των απλανών, ονομάζεται έτσι διότι ως είπαμε είναι μέρος του διανοητικού κύκλου που οδηγεί προς το νοητό, ενώ η έτερη σφαίρα (δηλαδή το σύνολο των σφαιρών των πλανητών) οδηγεί στη πλάνη (εξού και πλανήτες) και αυτό διότι «Είναι, λοιπόν, πολλές οι περιπλανήσεις και οι περιδινήσεις της ψυχής · διότι άλλη είναι αυτή στο επίπεδο της φαντασίας, άλλη πριν από αυτή στο επίπεδο της δόξης, άλλη στο επίπεδο της διάνοιας · μόνο η ζωή που στηρίζεται στο νου είναι απλανής (χωρίς περιπλάνηση) και αυτό είναι το μυστικό λιμάνι της ψυχής στο οποίο η ποίηση οδηγεί τον Οδυσσέα μετά από την πολύ περιπλάνηση της ζωής και εμείς περισσότερο θα οδηγήσουμε τους εαυτούς μας, αν βεβαίως θέλουμε να σωθούμε.»[6]

Αν προσέξουμε το αρχαίο κείμενο στον Ιεροκλή, θα παρατηρήσουμε ότι για το σώμα των ηρώων( άγγελοι, δαίμονες, θείες ψυχές) αναφέρει τη λέξη φωτεινό, ενώ για το δικό μας, διευκρινίζει ότι είναι αθάνατο, (για να μην το μπερδέψουμε με το θνητό σώμα, που στα κείμενα αναφέρεται με τη λέξη οστράκινο), και το αποκαλεί αυγοειδές. Οι μεταφράσεις εν γένει σε αυτή τη λέξη την αποδίδουν ως φωτεινό, αλλά για ποιο λόγο δεν το αποκαλεί και αυτό φωτεινό ο Ιεροκλής ως έκανε σε αυτό των ανωτέρων από εμάς γενών; Και πώς ακριβώς συνδέεται η ερμηνεία του Ιεροκλέως με αυτή των Πρόκλου και Ερμεία;

Ως είδαμε, οι δύο ίπποι (οι περιφορές του ταυτού και θατέρου) σε φυσικό επίπεδο προβάλλονται ουσιαστικά στον έναστρο ουρανό, αφού ο ένας είναι η σφαίρα των απλανών και ο άλλος το σύνολο των σφαιρών των πλανητών. Η λέξη αυγοειδές σημαίνει:

Αὐγοειδής·= ἔφασκε δ᾽ οὖν παρ᾽ ἐκείνου καὶ ἐκεῖνο ἀκηκοέναι ὁ Ἰσίδωρος, ὡς ἔχει τι ἡ ψυχὴ αὐγοειδὲς ὄχημα λεγόμενον, ἀστροειδές τι καὶ ἀΐδιον. (Βλ., Λεξικό Σούδα)

Αὐγοειδές = ἀστροειδές τι καὶ ἀΐδιον. ἔφασκεδὲ ὁ Ἰσίδωρος, ἐκεῖνο ἀκηκοέναι, ὡς ἔχει ἡ ψυχὴ αὐγοειδὲς ὄχημα. (Βλ., Λεξικό Ψευδο-Ζωναρά)

Αυγοειδής=αυγάζων, λαμπρός. Αυγάζω= διαχέω αυγήν, λάμψη, φωτίζω. Αστροειδής= όμοιος με άστρον .(Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης, κατά τη συλλογή των G. PappeF. Passow – Στ. Κουμανούδη, εκδ. Αλκίνους, στα αντίστοιχα λήμματα)

Δηλαδή, το αυγοειδές σώμα-όχημα είναι το φωτεινό σώμα που μοιάζει με τα άστρα, δηλαδή η φωτεινότητά του είναι όμοια με τα άστρα. Το συγκεκριμένο σώμα-όχημα μας λέγει ο Πρόκλος ότι τα λαμβάνουμε από τον ουρανό.

 «Πρέπει, όμως, να εξετάσουμε εξαντλητικά και τον άνθρωπο έτσι, όπως κάναμε και με τον σύνολο Κόσμο, επειδή και αυτός είναι ένας μικρός Κόσμος· διότι έχει και νου, και λόγο(=λογική) και θείο σώμα και θνητό, όπως έχει και το (σύμ)παν, και έχει διαιρεθεί κατ’ αναλογίαν προς το (σύμ)παν. Για αυτό και μερικοί συνηθίζουν να λένε ότι το νοερό μέρος αντιστοιχεί στη σφαίρα των απλανών, το θεωρητικό μέρος του λόγου(= λογική) στον Κρόνο, το πολιτικό του μέρος στον Δία και από το άλογο μέρος, το θυμοειδές στον Άρη, το φωνητικό στον Ερμή, το επιθυμητικό στην Αφροδίτη, το αισθητικό στον Ήλιο, το φυτικό στη Σελήνη, και, τέλος, το μεν αυγοειδές όχημα στον ουρανό και τούτο το θνητό στον υποσελήνιο κόσμο.» —- (Βλ., Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος» 3.355.7 – 3.355.18)

Ο δε Ερμείας για το θέμα αυγοειδούς οχήματος και ίππων μας λέγει:

«Ρέπει από το βάρος, λέει, ο κακός ίππος, δηλαδή η γενεσιουργός δύναμη που υπάρχει μέσα μας· και αυτό δεν αφήνει το αυγοειδές σώμα να λάβει το όχημα και τους ίππους» —- (Βλ., Ερμείας «Εις το Φαίδρο Πλάτωνος» 144.26 – 144.28)

Ολοκληρώνοντας το παρόν θέμα, εν ολίγοις, βλέπουμε ότι Ηνίοχος-Ίπποι-Άρμα-Αυγοειδές Σώμα(Όχημα) είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από τον διαχωρισμό της ψυχής σε λογική και άλογη και θα πρέπει αυτά όλα να συλλειτουργούν με αρχηγό πάντα τον Ηνίοχο, αν θέλει ο άνθρωπος/ψυχή να γίνει Ευδαίμων, με ότι αυτό συνεπάγεται…

Συγγραφέας: Γουλέτας Α. Παναγιώτης (Αλκίνοος), 13/04/2013


[1] Σχόλιο των εκδόσεων «Κάκτος» στο «Πρόκλος-Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος Ε’ (συνέχεια)», τόμος 650, νούμερο σχολίου 113. «Σε αυτό το σημείο το πλατωνικό κείμενο μπορεί να συνταχθεί με δύο τρόπους: α) το παιδεύσεως να εξαρτηθεί από την τροφή ως γενική αντικειμενική, και η όλη φράση να σημαίνει «Αν, λοιπόν, προσληφθεί κάποια ορθή ανάπτυξη της εκπαίδευσης», β) το παιδεύσεως να εξαρτηθεί από το ρήμα συνεπιλαμβάνηται ως αντικείμενο, όπως έχει μεταφραστεί εδώ. Στη δεύτερη περίπτωση η τροφή θα δηλώνει την ηθική εκπαίδευση (ανατροφή δηλαδή), ενώ η παίδευσις θα δηλώνει την διανοητική εκπαίδευση». Σχόλιο δικό μου: Κρατώ την δεύτερη περίπτωση της μεταφράσεως, διότι για να γίνει κάποιος ολοκληρωμένος και παντελώς υγιής ψυχικά, ώστε να αποφευχθεί η μέγιστη νόσο της ψυχής, θα πρέπει να έχει ολοκληρωμένη την ηθική και διανοητική εκπαίδευση, όπως συνάγεται από το σύνολο της Πλατωνικής Φιλοσοφίας.

[2] Η μέγιστη νόσος είναι η αμάθεια ως λέγει στο 88.b, η οποία αμάθεια οδηγεί στην αθεΐα, που είναι και αυτή νόσος της ψυχής ως αναφέρεται στους «Νόμους, 888.a.7 – d.5»

[3] Πλάτων «Φαίδρος» 246.e

[4] Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας» 4.46.15

[5] Όπως έχει αναλύσει σε προηγούμενους στίχους, οι ήρωες των Πυθαγορικών Χρυσών Επών, αντιστοιχούν στις βαθμίδες των Αγγέλων και Δαιμόνων. Δεν θα πρέπει να συγχέονται με όλους τους εν γένει ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας.

[6] Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην» 1025

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.